σάλπος

σάλπος
ὁ, Α
βλ. σάλπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σάλπη — Πεδινός οικισμός (670 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (40 τ. χλμ., 815 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Γλυκονέρι (145 κάτ., υψόμ. 30). * * * η, ΝΑ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”